γιε
(ουσ. ουδ.)
γιέ
[ʝe]
Τροχ.
γι-ά
[ʝiˈa]
Μισθ.
για
[ʝa]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. eğe = λίμα.
Πβ.
γιαλαΐζω
Λίμα
ό.π.τ.