ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιγντίζω (ρ.) γιγντίζου [ʝiɣˈdizu] Μισθ. γιγτι-έζω [ʝiɣtiˈezo] Αφσάρ. γιγτι-έω [ʝiɣtiˈeo] Αφσάρ. εγτι-έζω [eɣtiˈezo] Φάρασ. εγτι-έω [eɣtiˈeo] Φάρασ. γιαγτι-έου [ʝaɣtiˈeu] Φάρασ. γιγντώ [ʝiɣˈdo] Μισθ. γιουγντώ [ʝuɣˈdo] Μισθ. γιρντίζου [ʝirˈdizu] Δίλ. Παρατατ. γίγντανα [ˈʝiɣsdana] Μισθ. Αόρ. γίγσα [ˈʝiɣsa] Μισθ. εγτι-έσα [eɣtiˈesa] Φάρασ. Παθ. εγτι-έζομαι [eɣtiˈezome] Φάρασ. Αόρ. εγτι-έστα [eɣtiˈesta] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. yığmak (αόρ. yığdı) = σωρεύω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Πβ. γιγιλτώ
Σωρεύω, στοιβάζω ό.π.τ. : Γιουγντώ ντεμάτια (Στοιβάζω δεμάτια) Μισθ. -Κοτσαν. Γίγνταναν ένα στοίβα αρνιού μαλλιά, τζ̑άνιξαν ντα (Σώρευαν μιά στοίβα μαλλιά αρνιού, τα ζύγιζαν) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Γίγντα του τσ̑αχ απάν' (Στοίβαξέ το ως απάνω) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ας βγάλομ' ντου ντουκάν' κι ας του γιρντίσουμ' (Ας βγάλουμε την σβάρνα κι ας το μαζέψουμε σωρό) Δίλ. -ΚΜΣ-ΚΠ172 Συνών. επισωρεύω