γιγντίζω
(ρ.)
γιγντίζου
[ʝiɣˈdizu]
Μισθ.
γιγτι-έζω
[ʝiɣtiˈezo]
Αφσάρ.
γιγτι-έω
[ʝiɣtiˈeo]
Αφσάρ.
εγτι-έζω
[eɣtiˈezo]
Φάρασ.
εγτι-έω
[eɣtiˈeo]
Φάρασ.
γιαγτι-έου
[ʝaɣtiˈeu]
Φάρασ.
γιγντώ
[ʝiɣˈdo]
Μισθ.
γιουγντώ
[ʝuɣˈdo]
Μισθ.
γιρντίζου
[ʝirˈdizu]
Δίλ.
Παρατατ.
γίγντανα
[ˈʝiɣsdana]
Μισθ.
Αόρ.
γίγσα
[ˈʝiɣsa]
Μισθ.
εγτι-έσα
[eɣtiˈesa]
Φάρασ.
Παθ.
εγτι-έζομαι
[eɣtiˈezome]
Φάρασ.
Αόρ.
εγτι-έστα
[eɣtiˈesta]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. yığmak (αόρ. yığdı) = σωρεύω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Πβ.
γιγιλτώ
Σωρεύω, στοιβάζω
ό.π.τ.
:
Γιουγντώ ντεμάτια
(Στοιβάζω δεμάτια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γίγνταναν ένα στοίβα αρνιού μαλλιά, τζ̑άνιξαν ντα
(Σώρευαν μιά στοίβα μαλλιά αρνιού, τα ζύγιζαν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Γίγντα του τσ̑αχ απάν'
(Στοίβαξέ το ως απάνω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ας βγάλομ' ντου ντουκάν' κι ας του γιρντίσουμ'
(Ας βγάλουμε την σβάρνα κι ας το μαζέψουμε σωρό)
Δίλ.
-ΚΜΣ-ΚΠ172
Συνών.
επισωρεύω