τουγιάρης
(επίθ.)
τ͑ουγιάρ
[tʰuˈʝar]
Μισθ.
τουιάρ
[tui'ar]
Μισθ.
Από το ουσ. τούι και το παραγωγ. επίθμ. -άρης.
Τριχωτός
ό.π.τ.
:
Τσείδι τουιάρ'
(είναι τριχωτός)
Μισθ.
-Κοτσαν.