τορτ
(ουσ. ουδ.)
τορτ
[tort]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. tortu = α) υπόλειμμα β) ίζημα, όπου και διαλεκτ. τύπ. tort.
Ίζημα
Συνών.
τσίρκι :1