ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τοπλαντίζω (II) (ρ.) τοπλανdι̂́ζω [toplanˈdɯzo] Αραβαν. τ͑οπλανdώ [tʰoplando] Σίλ., Τροχ., Φλογ. Αόρ. τοπλάτ'σα [topˈlatsa] Αξ., Αφσάρ., Τσουχούρ. τοπλάντζ̑ησα [toˈplandʒisa] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. toplanmak = α) μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι β) πακετάρω γ) αναρρώνω.
1. Συγκεντρώνομαι ό.π.τ. : Τοπλαντζήσασ̑' ούλα τ' αχαλί, ναίκες, άντροιροι (Μαζεύτηκε όλος ο κόσμος, γυναίκες, άντρες) Σίλ. -Κωστ.Σ. 'φόν εσκοτιάνεν, τοπλάντ'σαν γκαι ντιαβόλ’, γκελεdζεύ'νε (Όταν σκοτείνιασε, μαζεύτηκαν και οι διάβολοι, συζητούν) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πήγανε, τοπλάτσανε, πήγανι σο τίτου, το Εβερέκ, Άγιος Κωνσταντίνος ελληνικά (Πήγανε, συγκεντρώθηκαν, πήγανε στο τέτοιο, το Βερέκι, ελληνιστί Άγ. Κωνσταντίνος) Τσουχούρ. -VLACH Mι τουν άνουμη τοπλάνdζ̑ισ̑ασ̑ι τα μπουλούτζ̑α κι μπασ̑λάισ̑ι ψιλά ψιλά να βρέσ̑ει (Με τον άνεμο μαζεύτηκαν τα σύννεφα κι άρχισε να βρέχει ψιλά-ψιλά) Σίλ. -Ταλιανίδ.Ερωτημ. Τ̔οπλάνταναν είκοσ' τριάνdα σ’ ένα τόπος (Μαζεύονταν είκοσι-τριάντα σε έναν τόπο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
2. Πακετάρω : Σε περικαλώ Μιμίκο μ', ό,τι ποίκεις ποίκε, τοπλατίστ' και σήκω κι έλα (Σε παρακαλώ Μιμίκο μου, κάνε ό,τι κάνεις, μάζευ'τα και σήκω κι έλα) Σινασσ. -Λεύκωμα
Τροποποιήθηκε: 03/09/2025