τοπλαντίζω (II)
(ρ.)
τοπλανdι̂́ζω
[toplanˈdɯzo]
Αραβαν.
τ͑οπλανdώ
[tʰoplando]
Σίλ., Τροχ., Φλογ.
Αόρ.
τοπλάτ'σα
[topˈlatsa]
Αξ., Αφσάρ., Τσουχούρ.
τοπλάντζ̑ησα
[toˈplandʒisa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. toplanmak = α) μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι β) πακετάρω γ) αναρρώνω.
Συγκεντρώνομαι
ό.π.τ.
:
Τοπλανdζήσασ̑' ούλα τ' αχαλί, ναίκες, άντροιροι
(Μαζεύτηκε όλος ο κόσμος, γυναίκες, άντρες)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
'φόν εσκοτιάνεν, τοπλάντ'σαν γκαι ντιαβόλ', γκελετζεύ'νε
(Όταν σκοτείνιασε, μαζεύτηκαν και οι διάβολοι, συζητούν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πήγανε, τοπλάτσανε, πήγανι σο τίτου, το Εβερέκ, Άγιος Κωνσταντίνος ελληνικά
(Πήγανε, συγκεντρώθηκαν, πήγανε στο τέτοιο, το Βερέκι, ελληνιστί Άγ. Κωνσταντίνος)
Τσουχούρ.
-VLACH
Mι τουν άνουμη τοπλάντζ̑ισ̑ασ̑ι τα μπουλούτζ̑α κι μπασ̑λάισ̑ι ψιλά ψιλά να βρέσ̑ει
(Με τον άνεμο μαζεύτηκαν τα σύννεφα κι άρχισε να βρέχει ψιλά-ψιλά)
Σίλ.
-Ταλιανίδ.Ερωτημ.
Τ̔οπλάνταναν είκοσ' τριάντα σ’ ένα τόπος
(Μαζεύονταν είκοσι-τριάντα σε έναν τόπο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812