τοπούζι
(ουσ. ουδ.)
τοπούζι
[toˈpuzi]
Ουλαγ., Φάρασ.
τοπούζ'
[toˈpuz]
Ουλαγ.
τ͑οπούζα
[τʰoˈpuza]
Μισθ., Τσαρικ.
ντοπούζα
[doˈpuza]
Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. τοποῦζ (πβ. Δαπόντ. Μαυροκ. 1.40 «φιλοτιμημένος ἓν ἄλογο βασιλικὸ χρυσοχαλινωμένο καὶ μὲ τοποῦζ (ὄχι σπαθὶ) καὶ μόνον στολισμένο»), το οπ. από το τουρκ. ουσ. topuz = α) κότσος β) λαβή μπαστουνιού γ) σκήπτρο, ρόπαλο.
1. Ρόπαλο
ό.π.τ.
:
Έdεκέν ντο ένα τοπούζ'
(Του έδωσε ένα ρόπαλο)
Ουλαγ.
-Dawk.
Έπερεν ντo τοπούζι τ', κι ήρτε ντο σπίτ'
(Πήρε το ρόπαλό του και ήρθε στο σπίτι)
Ουλαγ.
-Dawk.
Μι τ’ τ͑οπούζα ντώκα ντου ντζιανταρμά σου τσ̑ουφάλ
(χτύπησα τον Τούρκο αστυνόμο με το ρόπαλο στο κεφάλι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μι τ’ τ͑οπούζα φάισιν ντου τζ̑ανταρμά, πιάσαν ντου, γαπάτ'σαν ντου σου χαπίς
(Xτύπησε με το ρόπαλο τον χωροφύλακα, τον έπιασαν, τον έκλεισαν στην φυλακή)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Δίδει σα σ̑έρε τουνε 'π' έν' τοπούζι
(Δίνει στα χέρια τους από ένα ρόπαλο)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
Συνών.
κοτέκι :1, τόρακα
2. Μικρό ξύλινο σφυρί, κόπανος
Μισθ.
:
Κρούιξαμ' μι ντοπούζα ντεξάρα να γνέσουμ' ντου μαλλί
(Χτυπούσαμε με τον κόπανο την δοξάρα για να γνέσουμε το μαλλί)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αντίθ
λοπούσι
Τροποποιήθηκε: 06/07/2025