ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τοπούχι (ουσ. ουδ.) τοπούχ̇ι [toˈpuxi] Κίσκ., Φάρασ. τοπούχ΄ [toˈpux] Φλογ. τ͑οπούχ [tʰοˈpux] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. topuk, όπου και διαλεκτ. τύπ. topuh = α) φτέρνα β) τακούνι γ) στροφή ποταμού.
1. Φτέρνα Φλογ. Συνών. κότσι, φτέρνα :1
2. Γόνατο Κίσκ., Φάρασ. Συνών. γόνατο, μπαλντίρι
3. Ο μυς του βραχίονα, ποντίκι Ανακ.