τοπούχι
(ουσ. ουδ.)
τοπούχ̇ι
[toˈpuxi]
Κίσκ., Φάρασ.
τοπούχ΄
[toˈpux]
Φλογ.
τ͑οπούχ
[tʰοˈpux]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. topuk, όπου και διαλεκτ. τύπ. topuh = α) φτέρνα β) τακούνι γ) στροφή ποταμού.
3. Ο μυς του βραχίονα, ποντίκι
Ανακ.