τορβαδιάζω
(ρ.)
τορβαδιάζω
[torvaˈðʝazo]
Σινασσ.
Από το ουσ. τορβάς (θ. τορβαδ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Γεμίζω έναν τορβά με κάτι
Τροποποιήθηκε: 25/06/2025