τοπίο ( ουσ. ουδ.
)
τοπίο
[toˈpio]
Φάρασ.
τοπί
[toˈpi]
Φάρασ.
Πληθ.
τοπία
[toˈpia]
Κίσκ., Φάρασ.
...
τοπλάντημα
(ουσ. ουδ.)
τοπλάdημα
[topˈladima]
Ουλαγ.
τ͑οπ͑λάτημα
[tʰoˈpʰlatima]
Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φκόσ.
Από το ρ. τοπλαντίζω I, όπου και τύπ. τ͑οπ͑λατώ και τοπλαdού, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Μάζεμα
ό.π.τ.