ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άστρο (ουσ. ουδ.) άστρο [ˈastro] Αραβαν., Δίλ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ. άστρου [ˈastru] Καρατζάβ., Μισθ., Σίλ. άστρος [ˈastros] Αραβαν. Αρσ. άστρους [ˈastrus] Μισθ. Πληθ. άστρες [ˈastres] Αραβαν. Από το αρχ. ουσ. ἄστρον. Ο τύπ. ἄστρος από το μεσν. άστρος με -ος σχηματισμένος κατ' επίδρ. άλλων ουδετέρων σε -ος, π.χ. φέγγος.
Άστρο ό.π.τ. : Τ' άστρου μπίρνη περάσ', να μ' ξυπνήεις (Να με ξυπνήσεις πριν βγει το άστρο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ξέβη κι αποσπερίς το άστρο και το καμήλ' ντε φαινότουν (Είχε βγει κι ο Αποσπερίτης και το καμήλι ακόμα να φανεί) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ξέανε π͑έι άστρα (Βγήκανε πολλά άστρα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τσ̑ατούλσαν τ' άστρα, έστρωσιν καιρός (Ζυγίστηκαν (=βγήκαν πολλά) τα άστρα, έστρωσε ο καιρός) Μισθ. -Κωστ.Μ. Είπεν ντι ο βασιλός κι το βεζίρη: «Έβγκ' όξου, γρέπ' τ' άστρο να ιδούμε τσίωσε στην ανατολή». Έβγκη ο βεζίρ', ήγρεψεν κι, τ' άστρα τσίωσε, του φσαχού τ' άστρο (Ο βασιλιάς είπε στον βεζίρη: «Βγες έξω, κοίτα το άστρο για να δούμε αν έχει ανατείλει στην ανατολή». Ο βεζίρης βγήκε, είδε ότι το άστρο είχε ανατείλει, το άστρο του παιδιού) Φάρασ. -Dawk. Σον ύπνο μου τσ̑άλσε όηλος 'σ' τόινα μου τη μερα̈́· τσ̑άλσε τζ̑αι 'ς του άβου μου τη μερα̈́ ο φένgος· κρεμάστη 'ς το τζ̑ουφάλι μου αν άστρο (Είδα στον ύπνο μου ότι ο ήλιος με χτύπησε απ' την μιά πλευρά, και το φεγγάρι από την άλλη· και στο κεφάλι μου κρεμόταν ένα άστρο) Φάρασ. -Dawk. Ρολόγια δεν είχαμε, μι τ' άστρα μίλαναμ' (Ρολόγια δεν είχαμε, με τα άστρα συνεννοούμασταν) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Φρ. Πριουνής άστρο (Πρωινό άστρο˙ Αυγερινός) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Κουιρουχλού άστρο (Άστρο με ουρά˙ κομήτης) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 || Παροιμ. Σ̑αφτίσανε τ' άστρα μπρον ντου (Αστράψανε τα άστρα μπροστά του˙ είδε «αστεράκια" επειδή έφαγε δυνατό χαστούκι ή χτύπημα στο κεφάλι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Τ' άσπρα κατεβάζουν τ' άστρα (Τα άσπρα κατεβάζουν τα άστρα˙ για την παντοδυναμία του χρήματος) Σινασσ., Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. αστέρας, γιλντίζ