άστρο
(ουσ. ουδ.)
άστρο
[ˈastro]
Αραβαν., Δίλ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ.
άστρου
[ˈastru]
Καρατζάβ., Μισθ., Σίλ.
άστρος
[ˈastros]
Αραβαν.
Αρσ.
άστρους
[ˈastrus]
Μισθ.
Πληθ.
άστρες
[ˈastres]
Αραβαν.
Από το αρχ. ουσ. ἄστρον. Ο τύπ. ἄστρος από το μεσν. άστρος με -ος σχηματισμένος κατ' επίδρ. άλλων ουδετέρων σε -ος, π.χ. φέγγος.
Άστρο
ό.π.τ.
:
Τ' άστρου μπίρνη περάσ', να μ' ξυπνήεις
(Να με ξυπνήσεις πριν βγει το άστρο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ξέβη κι αποσπερίς το άστρο και το καμήλ' ντε φαινότουν
(Είχε βγει κι ο Αποσπερίτης και το καμήλι ακόμα να φανεί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ξέανε π͑έι άστρα
(Βγήκανε πολλά άστρα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τσ̑ατούλσαν τ' άστρα, έστρωσιν καιρός
(Ζυγίστηκαν (=βγήκαν πολλά) τα άστρα, έστρωσε ο καιρός)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Είπεν ντι ο βασιλός κι το βεζίρη: «Έβγκ' όξου, γρέπ' τ' άστρο να ιδούμε τσίωσε στην ανατολή». Έβγκη ο βεζίρ', ήγρεψεν κι, τ' άστρα τσίωσε, του φσαχού τ' άστρο
(Ο βασιλιάς είπε στον βεζίρη: «Βγες έξω, κοίτα το άστρο για να δούμε αν έχει ανατείλει στην ανατολή». Ο βεζίρης βγήκε, είδε ότι το άστρο είχε ανατείλει, το άστρο του παιδιού)
Φάρασ.
-Dawk.
Σον ύπνο μου τσ̑άλσε όηλος 'σ' τόινα μου τη μερα̈́· τσ̑άλσε τζ̑αι 'ς του άβου μου τη μερα̈́ ο φένgος· κρεμάστη 'ς το τζ̑ουφάλι μου αν άστρο
(Είδα στον ύπνο μου ότι ο ήλιος με χτύπησε απ' την μιά πλευρά, και το φεγγάρι από την άλλη· και στο κεφάλι μου κρεμόταν ένα άστρο)
Φάρασ.
-Dawk.
Ρολόγια δεν είχαμε, μι τ' άστρα μίλαναμ'
(Ρολόγια δεν είχαμε, με τα άστρα συνεννοούμασταν)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Φρ.
Πριουνής άστρο
(Πρωινό άστρο˙ Αυγερινός)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Κουιρουχλού άστρο
(Άστρο με ουρά˙ κομήτης)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
|| Παροιμ.
Σ̑αφτίσανε τ' άστρα μπρον ντου
(Αστράψανε τα άστρα μπροστά του˙ είδε «αστεράκια" επειδή έφαγε δυνατό χαστούκι ή χτύπημα στο κεφάλι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Τ' άσπρα κατεβάζουν τ' άστρα
(Τα άσπρα κατεβάζουν τα άστρα˙ για την παντοδυναμία του χρήματος)
Σινασσ., Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αστέρας, γιλντίζ