αστιμαριάζω
(ρ.)
ασ̑τιμαριάζω
[aʃtimaˈrʝazo]
Αραβαν.
Από το ουσ. αξινάρι, όπου και τύπ. ασ̑τιμάρ', και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.