ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαχίν (ουσ. ουδ.) σ̑αχίν [ʃaçin] Αραβαν. σαχ̇ίν [sa'xin] Μισθ. σ̑αχ̇ίν [ʃa'xɯn] Αξ. σαχ̇γιένι [saxˈʝeni] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. şahin = γεράκι. Πβ. και νεότ. σαΐνι (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 13.4.51 «ὁ σερασκέρης ἔκαμεν ὅλας τὰς ἑτοιμασίας, βάζοντας μετερίζια καὶ στήνοντας τόπια καὶ κουμπαράδαις καὶ μπαλγεμέζια καὶ σαΐνια ἕως ἑκατὸν κομμάτια διὰ νὰ πολεμήσῃ»).
1. Γεράκι ό.π.τ. : || Παροιμ. Το μέγα το καμήλ' τρώj' χορτάρ' και το μικρό το σ̑αχίν τρώj' κιρjάς (η μεγάλη καμήλα τρώει χορτάρι και το μικρό το γεράκι τρώει κρέας˙ οι έξυπνοι πάντα επιτυγχάνουν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. αλιτζής, τογάνους :1, τσαϊλάχος
2. Βασιλικός αετός Φάρασ.
3. Μτφ., πολύ έξυπνος άνθρωπος, σαΐνι Φάρασ. Συνών. διάβολος
4. Μτφ., λεβέντης Αξ. Συνών. ασλάν, γιγίτι, παλληκάρι