σαχπάζας
(επίθ.)
σαχπάζας
[saxˈpazas]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. şahbaz = α) μεγάλο λευκό γεράκι β) ζωηρός, επιδέξιος γ) γενναίος.
1. Ζωηρός
2. Έξυπνος
3. Καταφερτζής
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025