σαχιρτούς
(ουσ. ουδ.)
σ̑αχ̇ιρτ͑ούς
[ʃaˈxirˈtʰus]
Αφσάρ.
σ̑αχ̇ιλτ͑ούς
[ʃaˈxilˈtʰus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. şakırtı = επαναλαμβανόμενος ή συνεχής θόρυβος.
Συνεχής ή επαναλαμβανόμενος θόρυβος μέσα στο δάσος που προκαλείται κυρίως από τα κλαδιά
ό.π.τ.