ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαχιρτούς (ουσ. ουδ.) σ̑αχ̇ιρτ͑ούς [ʃaˈxirˈtʰus] Αφσάρ. σ̑αχ̇ιλτ͑ούς [ʃaˈxilˈtʰus] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. şakırtı = επαναλαμβανόμενος ή συνεχής θόρυβος.
Συνεχής ή επαναλαμβανόμενος θόρυβος μέσα στο δάσος που προκαλείται κυρίως από τα κλαδιά ό.π.τ.