ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σάχσι (ουσ.) σ̑άχσι ['ʃaxsi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. şahıs = α) άτομο, β) πρόσωπο, όπου και τύπ. şahs (Redhouse).
Άτομο Φάρασ. : Άμε, σο μόνα το σ̑άχσι εύρου α νομάτς (Πήγαινε, βρες μου ένα άτομο να υποδυθεί εμένα) Φάρασ. -Dawk.
Τροποποιήθηκε: 04/09/2025