ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σάχς (ουσ.) σ̑άχς ['ʃaxs] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. şaḫṣ = άτομο, πρόσωπο (< αραβ. şaχṣ شَخْص).
Άτομο Φάρασ. : Άμε, σο μόνα το σ̑άχσι εύρου α νομάτς (Πήγαινε, βρες μου ένα άτομο να υποδυθεί εμένα) Φάρασ. -Dawk.