σάχσι
(ουσ.)
σ̑άχσι
['ʃaxsi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. şahıs = α) άτομο, β) πρόσωπο, όπου και τύπ. şahs (Redhouse).
Άτομο
Φάρασ.
:
Άμε, σο μόνα το σ̑άχσι εύρου α νομάτς
(Πήγαινε, βρες μου ένα άτομο να υποδυθεί εμένα)
Φάρασ.
-Dawk.
Τροποποιήθηκε: 04/09/2025