σάχς
(ουσ.)
σ̑άχς
['ʃaxs]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. şaḫṣ = άτομο, πρόσωπο (< αραβ. şaχṣ شَخْص).
Άτομο
Φάρασ.
:
Άμε, σο μόνα το σ̑άχσι εύρου α νομάτς
(Πήγαινε, βρες μου ένα άτομο να υποδυθεί εμένα)
Φάρασ.
-Dawk.