σαψάλι
(επίθ.)
σ̑αψ̑άλ’
[ʃaˈpʃal]
Φάρασ.
σ̑αψ̑άλι
[ʃaˈpʃali]
Φάρασ.
Θηλ.
σ̑αψ̑αλού
[ʃapʃa'lu]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. şapşal = α) ανόητος β) για ρούχο, ασουλούπωτος. Για την σημ. πβ. και τουρκ. şapşalak = τσαπατσούλης. Πβ. την κοινή λ. σάψαλο.
Ακατάστατος
ό.π.τ.