ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαψάλι (επίθ.) σ̑αψ̑άλ’ [ʃaˈpʃal] Φάρασ. σ̑αψ̑άλι [ʃaˈpʃali] Φάρασ. Αρσ. σάψαλος [ˈsapsalos] Σινασσ. Θηλ. σ̑αψ̑αλού [ʃapʃa'lu] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. şapşal = α) ανόητος β) για ρούχο, ασουλούπωτος. Για την σημ. πβ. και τουρκ. şapşalak = τσαπατσούλης. Πβ. την κοινή λ. σάψαλο.
1. Ακατάστατος Φάρασ.
2. Αποχαυνωμένος Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 24/06/2025