σαχζαντές
(ουσ. αρσ.)
σ̑αχζαdές
[ʃaxza'des]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. şehzade = πρίγκιπας (< περσ. şahzāda ή şāhzāde), όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. şahzâde.
Πρίγκιπας
Φάρασ.
:
Σ̑αχζαdές, αdένα σαμ’ αν ντα κοδιτζ̑είς, γροικά
(πρίγκιπα, ενώ καταδικάσατε αυτό το αγόρι, έχει κατανόηση)
Φάρασ.
-Dawk.