ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαχζαντές (ουσ. αρσ.) σ̑αχζαdές [ʃaxza'des] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. şehzade = πρίγκιπας (< περσ. şahzāda ή şāhzāde), όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. şahzâde.
Πρίγκιπας Φάρασ. : Σ̑αχζαdές, αdένα σαμ’ αν ντα κοδιτζ̑είς, γροικά (πρίγκιπα, ενώ καταδικάσατε αυτό το αγόρι, έχει κατανόηση) Φάρασ. -Dawk.