σαφαχτενό
(ουσ. ουδ.)
σαβαχτενό
[savaxteˈno]
Ποτάμ.
Από το ουσ. σαφάχι, όπου και τύπ. σαβάχ', και το παραγωγ. επίθμ. -ινός.