ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σάφκι (ουσ. ουδ.) σ̑άφκι ['ʃafcɯ] Τελμ. σ̑άφκ' ['ʃafk] Ουλαγ., Σίλ., Τελμ. σ̑άφτι ['ʃafti] Μαλακ., Σίλ., Φάρασ. σ̑άφι [ˈʃafi] Μισθ. Θηλ. σ̑άφτη η [ˈʃafti] Αφσάρ. Από το τουρκ. ουσ. şavk = φως.
1. Φως, λάμψη ό.π.τ. : Είδεν ένα σ̑άφκ' (είδε ένα φως) Τελμ. -Grég. Και μί το ερχότουν το σ̑άφκι τ αν ντ' όλιο έπεφτεν σ̑η γη (και καθώς ερχόταν το φως της έπεφτε πάνω στη γη, όπως ο ήλιος) Τελμ. -Dawk. Άνοιξι π͑άντζαρα να μπει σ̑άφκ’ (Άνοιξε το παράθυρο να μπει φως) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Φρ. Όλιους ντώκιν ντου σ̑άφι τ’ (Ο Ήλιος έδωσε το φως του˙ Ανατέλλει) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. αστράψιμο, σάφκι :1, τσίτσα :1, φέγγος, φως
2. Φωτιστικό μέσο, όπως λάμπα, λυχνάρι, δαυλός Μαλακ.
3. Αστραπή Μαλακ. Συνών. αστραπή, γιλντιρίμι, τσακμάκι
4. Κόρη οφθαλμού Αφσάρ.