σάφκι
(ουσ. ουδ.)
σ̑άφκι
['ʃafcɯ]
Τελμ.
σ̑άφκ'
['ʃafk]
Ουλαγ., Σίλ., Τελμ.
σ̑άφτι
['ʃafti]
Μαλακ., Σίλ., Φάρασ.
σ̑άφι
[ˈʃafi]
Μισθ.
Θηλ.
σ̑άφτη η
[ˈʃafti]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. şavk = φως.
1. Φως, λάμψη
ό.π.τ.
:
Είδεν ένα σ̑άφκ'
(είδε ένα φως)
Τελμ.
-Grég.
Και μί το ερχότουν το σ̑άφκι τ αν ντ' όλιο έπεφτεν σ̑η γη
(και καθώς ερχόταν το φως της έπεφτε πάνω στη γη, όπως ο ήλιος)
Τελμ.
-Dawk.
Άνοιξι π͑άντζαρα να μπει σ̑άφκ’
(Άνοιξε το παράθυρο να μπει φως)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
|| Φρ.
Όλιους ντώκιν ντου σ̑άφι τ’
(Ο Ήλιος έδωσε το φως του˙ Ανατέλλει)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
αστράψιμο, σάφκι :1, τσίτσα :1, φέγγος, φως
2. Φωτιστικό μέσο, όπως λάμπα, λυχνάρι, δαυλός
Μαλακ.
4. Κόρη οφθαλμού
Αφσάρ.