τσίτσα
(ουσ.)
τσ̑ίτσα
['tʃitsa]
Αξ., Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. cız = φωτιά (παιδ. λ.). Πβ. και ν.ε. τζιζ.
Τροποποιήθηκε: 04/08/2025