τσιτσεκλίκι
(ουσ. ουδ.)
τσιτσεκλίκ'
[tsitseˈklik]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. çiçeklik= α) βάζο β) παρτέρι, τόπος όπου φυτεύουν λουλούδια ή βάζουν γλάστρες.
Τόπος με λουλούδια
Τροποποιήθηκε: 04/08/2025