τσιτσεκλουδιάζω
(ρ.)
Αόρ.
τσ̑ιτσ̑ικλούδιασα
[tʃitʃiˈkluðʝasa]
Μαλακ.
Από το διαλεκτ. επίθ. τσιτσεκλής (η λ. και Πόντ. < τουρκ. επίθ. çiçekli = που έχει λουλούδια ή σχέδια λουλουδιών) και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Στολίζομαι με λουλούδια
:
|| Ασμ.
Μανάλια τσ̑ιτσ̑ικλούδιασαν
(Τα μανουάλια στολίστηκαν με λουλούδια)
Μαλακ.
-ΚΜΣ-ΚΠ177