ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιτσεκλουδιάζω (ρ.) Αόρ. τσ̑ιτσ̑ικλούδιασα [tʃitʃiˈkluðʝasa] Μαλακ. Από το διαλεκτ. επίθ. τσιτσεκλής (η λ. και Πόντ. < τουρκ. επίθ. çiçekli = που έχει λουλούδια ή σχέδια λουλουδιών) και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Στολίζομαι με λουλούδια : || Ασμ. Μανάλια τσ̑ιτσ̑ικλούδιασαν (Τα μανουάλια στολίστηκαν με λουλούδια) Μαλακ. -ΚΜΣ-ΚΠ177