τσιττώ
(ρ.)
τσ̑ιττώ
[tʃi'to]
Μαλακ.
τσ̑ιτ-τώ
[tʃit'to]
Αξ.
τσιτώ
[tsi'to]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. çitmek = μαντάρω.
1. Καρικώνω
Αξ., Μαλακ.
2. Κόβω με ξυράφι ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο
Μισθ.
:
Τσίτα τράχη τ μη ντου ξουράφ΄
(κόψε με το ξυράφι την πλάτη του)
Μισθ.
-Κοτσαν.