τσιτσακώνα
(επίθ.)
τ͑σ̑ιτσ̑ακώνα
[tʰʃitʃaˈkona]
Φάρασ.
Από το ουσ. τσιτσέκι, όπου και τύπ. τ͑σ̑ιτσ̑άκι, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Λουλουδένιος