ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιτσεκλεντίζω (ρ.) τσ̑ιτσ̑εκλενdίζω [tʃitʃeklenˈdizo] Μαλακ. τσ̑ιτσ̑ακλατίζου [tʃitʃaklaˈtizu] Φάρασ. τσ̑ιτσ̑εκλενdώ [tʃitʃeklenˈdo] Δίλ. Μτχ. τσ̑ιτσ̑ακλατημένου [tʃitʃaklatiˈmenu] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. çiçeklenmek = α) ανθίζω β) αναζωογονούμαι.
Ανθίζω ό.π.τ. : Τα πιλιάρια τσ̑ιτσ̑εκλέντ’σαν (Τα σπαρτά της σίκαλης άνθισαν) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Συνών. ανθίζω, ανοίγω :8, ξυπνώ :3, πατλαντίζω :5