τσιτσεκλεντίζω
(ρ.)
τσ̑ιτσ̑εκλενdίζω
[tʃitʃeklenˈdizo]
Μαλακ.
τσ̑ιτσ̑ακλατίζου
[tʃitʃaklaˈtizu]
Φάρασ.
τσ̑ιτσ̑εκλενdώ
[tʃitʃeklenˈdo]
Δίλ.
Μτχ.
τσ̑ιτσ̑ακλατημένου
[tʃitʃaklatiˈmenu]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. çiçeklenmek = α) ανθίζω β) αναζωογονούμαι.
Ανθίζω
ό.π.τ.
:
Τα πιλιάρια τσ̑ιτσ̑εκλέντ’σαν
(Τα σπαρτά της σίκαλης άνθισαν)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Συνών.
ανθίζω, ανοίγω :8, ξυπνώ :3, πατλαντίζω :5