ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιρτσιπλάχ (επίθ.) τσ̑ιρτσ̑ιπλάχ [tʃirtʃiˈplax] Μαλακ., Μισθ. τσ̑ιρτσ̑ιμπλάχ [tsirtsi'blax] Μισθ., Σινασσ. γκιργκιμπλάχ [ɟirɟiˈblax] Αξ. Από το τουρκ. επίθ. çırçıplak = ολόγυμνος με εμφατ. αναδιπλ. O τύπ. γκιργκιμπλάχ με υπερδιόρθωση τσιτακισμού. Πβ. Φαρασιώτικο τσ̑ιπ τσ̑ιπλάχους = εντελώς γυμνός (Παπαστεφάνου-Καρακελίδου: 2009).
1. Ολόγυμνος ό.π.τ. : Τσ̑ιρτσ̑ιμπλάχ, αχτσ̑ά 'τουν τα ρανήσου, σηκούδι ένα χολή μ', νίουμι νταμπλάς (Ολόγυμνη έτσι, όταν τους δω, σηκώνεται η χολή μου, μου έρχεται νταμπλάς) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Φτωχός, κακομοίρης Μισθ. Συνών. εσεκτσής :3, φουκαράς, φτωχός