ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιτσί (ουσ. ουδ.) τσιτσί [tsi'tsi] Αξ., Σινασσ. τσ̑ιτσ̑ί [tʃi'tʃi] Μαλακ. τζ̑ιτζ̑ί [dʒi'dʒi] Αξ. Λ. παιδ. από το αρχ. ουσ. τιτθίον = μαστός. Κατά τον G. Meyer N. S. 2, 89, διεθνής παιδ. λ. (πβ. ιταλ. ciccia, σλαβ. tsitsa). Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. çiçi = (στην παιδική γλώσσα) κρέας.
Κρέας ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 23/05/2025