τσιτσί
(ουσ. ουδ.)
τσιτσί
[tsi'tsi]
Αξ., Σινασσ.
τσ̑ιτσ̑ί
[tʃi'tʃi]
Μαλακ.
τζ̑ιdζ̑ί
[dʒi'dʒi]
Αξ.
Λ. παιδ. από το αρχ. ουσ. τιτθίον = μαστός. Κατά τον G. Meyer N. S. 2, 89, διεθνής παιδ. λ. (πβ. ιταλ. ciccia, σλαβ. tsitsa). Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. çiçi = (στην παιδική γλώσσα) κρέας.
Κρέας
ό.π.τ.