τσιφλετίζω
(ρ.)
τσ̑ιφλετίζω
[tʃifle'tizo]
Φάρασ.
τσ̑ιφτελετίζω
[tʃiftele'tizo]
Φάρασ.
τ͑σ̑iφτα̈λα̈τίζω
[tʰʃiftælæ'tizo]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ρ. çiftlemek = μτβ., ζευγαρώνω ζώα