τσιχόρι
(ουσ. ουδ.)
τσιχόρι
[tsi'xori]
Σινασσ., Φερτάκ.
τσιχόρ'
[tsi'xor]
Φερτάκ.
τσ̑ιχόρ'
[tʃi'xor]
Αραβαν., Δίλ., Μαλακ., Φλογ.
τσ̑ιγόρι
[tʃi'ɣori]
Μισθ.
σ̑ιχόρι
[ʃiˈxori]
Ανακ.
τσ̑ιγόρ'
[tʃi'ɣor]
Αξ.
Πληθ.
τσιχόρια
[tsi'xorʝa]
Γούρδ., κ.α., Μαλακ., Τσαρικ.
τσ̑ιχόρια
[tʃiˈxorʝa]
Τροχ.
τσιχόρα
[tsi'xora]
Φερτάκ.
σ̑'χόρια
[ʃˈxorʝa]
Ανακ.
τσοόρια
[tsοˈorʝa]
Ουλαγ.
τσ̑ουχουριάδα
[tʃuxuˈrʝaða]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. κιχόριον (υποκορ. του μεταγν. ουσ. κιχόρη). Ορισμένοι τύπ. πιθ. και αντιδάν. από το τουρκ. διαλεκτ. çukur = ραδίκι, βλ. Tzitzilis (1987α: 63).
Άγριο ραδίκι
ό.π.τ.
:
Σα γιαζούϊα τρώιξαν, τσ̑ιγόρια, μάζιυαν ένα τσ̑ουβάλ' τσ̑ιγόρια
(Στα χωράφια έτρωγαν, αγριοραδίκια, μάζευαν ένα τσουβάλι αγριοραδίκια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τα τσ̑ιχόρια μικρά κειότανε, κάνισ̑καν μακρύ παλντΰρ
(Τα αγριοράδικα ήταν μικρά, έκαναν μακρύ μίσχο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Τα σ̑ιχόρια να φυτρώσουν σο κεφάλι σ'
(Τα ραδίκια να φυτρώσουν στο κεφάλι σου˙ Να πεθάνεις· παρηχητική αγενής απάντηση στο αίτημα για συγχώρεση)
Φλογ., Ανακ.
-Κωστ.Α.