ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσιχόρι (ουσ. ουδ.) τσιχόρι [tsi'xori] Σινασσ., Φερτάκ. τσιχόρ' [tsi'xor] Φερτάκ. τσ̑ιχόρ' [tʃi'xor] Αραβαν., Δίλ., Μαλακ., Φλογ. τσ̑ιγόρι [tʃi'ɣori] Μισθ. σ̑ιχόρι [ʃiˈxori] Ανακ. τσ̑ιγόρ' [tʃi'ɣor] Αξ. Πληθ. τσιχόρια [tsi'xorʝa] Γούρδ., κ.α., Μαλακ., Τσαρικ. τσ̑ιχόρια [tʃiˈxorʝa] Τροχ. τσιχόρα [tsi'xora] Φερτάκ. σ̑'χόρια [ʃˈxorʝa] Ανακ. τσοόρια [tsοˈorʝa] Ουλαγ. τσ̑ουχουριάδα [tʃuxuˈrʝaða] Φάρασ. Από το μεταγν. ουσ. κιχόριον (υποκορ. του μεταγν. ουσ. κιχόρη). Ορισμένοι τύπ. πιθ. και αντιδάν. από το τουρκ. διαλεκτ. çukur = ραδίκι, βλ. Tzitzilis (1987α: 63).
Άγριο ραδίκι ό.π.τ. : Σα γιαζούϊα τρώιξαν, τσ̑ιγόρια, μάζιυαν ένα τσ̑ουβάλ' τσ̑ιγόρια (Στα χωράφια έτρωγαν, αγριοραδίκια, μάζευαν ένα τσουβάλι αγριοραδίκια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τα τσ̑ιχόρια μικρά κειότανε, κάνισ̑καν μακρύ παλντΰρ (Τα αγριοράδικα ήταν μικρά, έκαναν μακρύ μίσχο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Τα σ̑ιχόρια να φυτρώσουν σο κεφάλι σ' (Τα ραδίκια να φυτρώσουν στο κεφάλι σου˙ Να πεθάνεις· παρηχητική αγενής απάντηση στο αίτημα για συγχώρεση) Φλογ., Ανακ. -Κωστ.Α.