τσοκμέ
(ουσ. ουδ.)
τσ̑οκμέ
[tʃokˈme]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. çökme = α) καθίζηση β) κάθισμα γ) κατρακύλισμα.
Είδος φαρασιώτικου χορού