τσογλάν
(ουσ. ουδ.)
τσ̑ογλάν
[tʃοˈγlan]
Μισθ., Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. iç oğlanι = νεαρός στην υπηρεσία του παλατιού. Η λ. ήδη νεότ. με τον τύπ. ἰτζογλάνι, πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 1. 6.8.2 «κτυπήθη ὑπὸ πανώλους ἔνδον τῆς κούρτης ἕνα ἰτζογλάνι ἀπὸ τὰ μικρά».
Αλήτης
ό.π.τ.