ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σατλιτσάνι (ουσ. ουδ.) σατ͑λιτσ̑άνι [satʰliˈtʃani] Φάρασ. σατλι̂dζ̑άν' [satlɯˈdʒan] Ανακ., Αξ., Μισθ., Τροχ. Από το τουρκ. ουσ. satlıcan = πλευρίτιδα.
1. Πλευρίτιδα ό.π.τ. : Γένην σατλι̂dζ̑άν', έσ̑’ το πλευρό τ’έσ' το πλευρό τ' (Έπαθε πλευρίτιδα, έχει πλευρίτιδα) Ανακ. -Κωστ.Α.
2. Κρύωμα Τροχ. Συνών. κουλούντζι :2, κρύος
Τροποποιήθηκε: 23/05/2025