σατλιτσάνι
(ουσ. ουδ.)
σατ͑λιτσ̑άνι
[satʰliˈtʃani]
Φάρασ.
σατλι̂τζ̑άν'
[satlɯˈdʒan]
Ανακ., Αξ., Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. satlıcan = πλευρίτιδα.
Πλευρίτιδα ή πνευμονία
ό.π.τ.
:
Γένην σατλιτζάν, έσ' το πλευρό τ'
(Αρρώστησε από πνευμονία, έχει το πλευρό του)
Ανακ.
-Κωστ.Α.