σατλιτσάνι
(ουσ. ουδ.)
σατ͑λιτσ̑άνι
[satʰliˈtʃani]
Φάρασ.
σατλι̂dζ̑άν'
[satlɯˈdʒan]
Ανακ., Αξ., Μισθ., Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. satlıcan = πλευρίτιδα.
1. Πλευρίτιδα
ό.π.τ.
:
Γένην σατλι̂dζ̑άν', έσ̑’ το πλευρό τ’έσ' το πλευρό τ'
(Έπαθε πλευρίτιδα, έχει πλευρίτιδα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Τροποποιήθηκε: 23/05/2025