σαταστίζω
(ρ.)
σατασ̑τίζω
[sataˈʃtizo]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. sataşmak = α) παρενοχλώ β) προκαλώ και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Επιπλήττω