σεάχ
(επίθ.)
σεάχ
[se'ax]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. siyah = μαύρος.
Μαύρος
Μισθ.
:
Ντα σεάχια ντά μάτια σ'
(Τα μαύρα σου τα μάτια)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Φόρουναν σεάχ γιασμά
(Φορούσαν μαύρο φακιόλι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Απ' τσίκνα ντά σπίτια νιόδαν σεάχια
(Από την κάπνα τα σπίτια γίνονταν μαύρα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τροποποιήθηκε: 01/07/2025