ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεάχ (επίθ.) σεάχ [se'ax] Μισθ. Από το τουρκ. επίθ. siyah = μαύρος.
Μαύρος Μισθ. : Ντα σεάχια ντά μάτια σ' (τα μαύρα σου τα μάτια) Μισθ. -Κοτσαν. Φόρουναν σεάχ γιασμά (φορούσαν μαύρο φακιόλι) Μισθ. -Κοτσαν. Απ' τσίκνα ντά σπίτια νοιόδαν σεάχια (από την κάπνα τα σπίτια γίνονταν μαύρα) Μισθ. -Κοτσαν.