ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεάχ (επίθ.) σεάχ [se'ax] Μισθ. Από το τουρκ. επίθ. siyah = μαύρος.
Μαύρος Μισθ. : Ντα σεάχια ντά μάτια σ' (Τα μαύρα σου τα μάτια) Μισθ. -Κοτσαν. Φόρουναν σεάχ γιασμά (Φορούσαν μαύρο φακιόλι) Μισθ. -Κοτσαν. Απ' τσίκνα ντά σπίτια νιόδαν σεάχια (Από την κάπνα τα σπίτια γίνονταν μαύρα) Μισθ. -Κοτσαν.
Τροποποιήθηκε: 01/07/2025