ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεβνταλαντίζω (ρ.) σεβνταλανdού [sevdalan'du] Ουλαγ. σεβdαλαντίζω [sevdala'dizo] Φάρασ. Αόρ. γ' Εν. σεβνταλάνdζ̑ησι [sevda'landʒisi] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. sevdalanmak = αγαπώ, ερωτεύομαι.
Ερωτεύομαι ό.π.τ. : Πόταν είρι την γκόρη, σεβνταλάντζ̑ησι (όταν είδε το κορίτσι, το ερωτεύτηκε) Σίλ. -Dawk. Συνών. βουρουλντίζω