σέιλ
(ουσ.)
σέιλ
['seil]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. sel = φορά (THADS 10, λ. sel I).
Φορά, στιγμή
Ουλαγ.
:
Μπου σέιλ ήρτε ϋτσ̑μπάσ̑λι ντέβ'
(αυτή την φορά ήρθε ένας τρικέφαλος γίγαντας)
Ουλαγ.
-Dawk.
Συνών.
φορά