σεβντάς
(ουσ.)
σεβντάς
[sev'das]
Μισθ., Σινασσ., Φάρασ.
σεβντά
[sev'da]
Αξ., Μαλακ., Τσαρικ.
σεβδάς
[sevˈðas]
Μισθ.
Θηλ.
σεβτά
[sev'ta]
Φάρασ.
Ουδ.
σεβντούσι
[sev'dusi]
Ουλαγ.
Νεότ. ουσ. σεβντάς (Mackridge 2021: 50), το οπ. από το τουρκ. ουσ. sevda = αγάπη.
1. Αγάπη, έρωτας
ό.π.τ.
:
Είχιν μέγα σεβδά
(είχε μεγάλο έρωτα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντώκιν του σεβδάς
(τον χτύπησε ο έρωτας)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κι απ' το σεβντούσι ιτσ̑ίν
(και λόγω του έρωτά της είπε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Τ' βασ̑ιλιού το παιγί ασ' το σεβντά τ' χασταλανdίζ̑'
(του βασιλιά το παιδί από την αγάπη του αρρωσταίνει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Σου βιλλού του το σεβντά του κρέμεται, σο Παϊάσι κουπανίζει σίδερο
(στης ψωλής του τον καημό όποιος κρέμεται, στο Παϊάς (= στις φυλακές) κοπανίζει σίδερο˙ όποιος δεν περιορίζει τις ορμές του, καταλήγει στην φυλακή)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.