ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σεβντάς (ουσ.) σεβντάς [sev'das] Μισθ., Σινασσ., Φάρασ. σεβντά [sev'da] Αξ., Μαλακ., Τσαρικ. σεβδάς [sevˈðas] Μισθ. Θηλ. σεβτά [sev'ta] Φάρασ. Ουδ. σεβντούσι [sev'dusi] Ουλαγ. Νεότ. ουσ. σεβντάς (Mackridge 2021: 50), το οπ. από το τουρκ. ουσ. sevda = αγάπη.
1. Αγάπη, έρωτας ό.π.τ. : Είχιν μέγα σεβδά (είχε μεγάλο έρωτα) Μισθ. -Κοτσαν. Ντώκιν του σεβδάς (τον χτύπησε ο έρωτας) Μισθ. -Κοτσαν. Κι απ' το σεβντούσι ιτσ̑ίν (και λόγω του έρωτά της είπε) Ουλαγ. -Dawk. Τ' βασ̑ιλιού το παιγί ασ' το σεβντά τ' χασταλανdίζ̑' (του βασιλιά το παιδί από την αγάπη του αρρωσταίνει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Σου βιλλού του το σεβντά του κρέμεται, σο Παϊάσι κουπανίζει σίδερο (στης ψωλής του τον καημό όποιος κρέμεται, στο Παϊάς (= στις φυλακές) κοπανίζει σίδερο˙ όποιος δεν περιορίζει τις ορμές του, καταλήγει στην φυλακή) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Καημός Φάρασ. Συνών. μεράκι, ντέρτι, σεφιλίκι