ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλιτζής αλι̂τζής [alɯˈdzis] Σίλ. αλι̂τζ̑ί [alɯˈdʒi] Ουλαγ. αλχατζάς [alxaˈdzas] Φλογ. Πληθ. αλιτζ̑ι̂́δια [aliˈdʒɯðʝa] Φλογ. αλουτζίδια [aluˈdziðʝa] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. alıcı = α) πελάτης β) διαλεκτ., άγγελος του θανάτου γ) διαλεκτ., όρνεο δ) διαλεκτ., θανατηφόρα ασθένεια.
1. Γεράκι Ουλαγ., Φλογ. : Ντο αλι̂τζ̑ί έν'νε ένα ντεβρίσ' (Το γεράκι έγινε ένας δερβίσης) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. ατματζάς, σαχίν, τογάνους :1, τσαϊλάχος
2. Νυφίτσα Ουλαγ. Συνών. κοστούς, νύφη, νυφίτσα
3. Στον πληθ., θανατηφόρα ασθένεια Ανακ., Φλογ. : || Φρ. Οπ' να βγάλ’ τ' αλιτζ̑ι̂́δια (Να βγάλεις την κακιά ασθένεια˙ αρά) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Να βγάλεις τα αλουτζίδια (Να βγάλεις την κακιά ασθένεια˙ αρά) Ανακ. -Κωστ.Α. Πβ. κιράν
4. Άγγελος του θανάτου, Χάρος Σίλ. : Ήρτε τζαν αλι̂τζής να πάρ’ τση ψ̑υσ̑ήν του (Ήρθε ο Χάρος να πάρει την ψυχή του) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. άγγελος