αλκισλαντίζω
(ρ.)
αλκ̇ι̂σ̑λαdι̂́ζω
[alkɯʃlaˈdɯzo]
Αξ.
Από το τουρκ. ρ. alkışlamak (αόρ. alkışladı) = επικροτώ, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Επευφημώ
:
Ντώκαν τα χέρια τ'νε, αλκι̂σλάτσαν ντο και κάισαν ντο 'ς το τάχτ'
(Χειροκρότησαν, τον επευφήμησαν και τον κάθισαν στον θρόνο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.