ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αλκισλαντίζω (ρ.) αλκ̇ι̂σ̑λαdι̂́ζω [alkɯʃlaˈdɯzo] Αξ. Από το τουρκ. ρ. alkışlamak (αόρ. alkışladı) = επικροτώ, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Επευφημώ : Ντώκαν τα χέρια τ'νε, αλκι̂σλάτσαν ντο και κάισαν ντο 'ς το τάχτ' (Χειροκρότησαν, τον επευφήμησαν και τον κάθισαν στον θρόνο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.