αλιστουρτίζω
(ρ.)
αλισ̑τουρντίζω
[aliʃturˈdizo]
Φάρασ.
αλισ̑τουρτίζου
[aliʃturˈtizu]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. alıştırmak (αόρ. alıştırdı) = α) κάνω κάποιον να συνηθίσει κάτι β) εκπαιδεύω γ) εξημερώνω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Κάνω κάποιον να συνηθίσει ή να μάθει κάτι