αλικοτίζω
(ρ.)
αλι̂κοτίζω
[alɯkoˈtizo]
Μαλακ.
αλιγοτίζω
[aliɣoˈtizo]
Σινασσ.
Παθ.
αλιγοτιέμαι
[aliɣoˈtçeme]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ρ. alıkomak (αόρ. alıkodı) = α) συγκρατώ, κατακρατώ β) κρατώ, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Βλ. ΙΛΝΕ λ. αλικοντίζω, και ήδη νεότ. τύπ. ἀλικοδίζω (Mackridge 2021: 100).
1. Εμποδίζω, παρεμποδίζω κάποιον από την δουλειά του
ό.π.τ.
Συνών.
αλικοτίζω :1, δένω, κατακωλώ, κρατώ, ντοχαντίζω
2. Κρατώ, συγκρατώ
Σινασσ.
:
Εκείνο το βράδ' με αλιγότ'σεν και κοιμήθα εκεί
(Εκείνο το βράδυ με κράτησε και κοιμήθηκα εκεί)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
τοπλαντίζω