ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

Άλης (ουσ.) Άλης [ˈalis] Αξ., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Ουλαγ., Ποτάμ., Τζαλ., Φλογ. Ἀλ' [al] Αραβ., Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. al = βραχνάς, εφιάλτης.
Κακός δαίμονας (ενάντιος των μητέρων), προσωποποίηση του επιλόχιου πυρετού ό.π.τ. : Το λεχώνα να μείνει μαναχό τ’ ντεν κάνει· το Άλ’ έρχεται (H λεχώνα δεν κάνει να μείνει μόνη της· έρχεται ο Άλης) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ164 || Φρ. Τ' λοχούσα πάτ'σεν ντο Άλης (Την λεχώνα την πάτησε ο Άλης˙ H λεχώνα έπαθε επιλόχιο πυρετό) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πάτ'σεν το τ’ Αλ' (Την πάτησε ο Άλης˙ το ίδιο) Ουλαγ., Αραβ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πάτ'σ̑ιν ντου Άλης (Την πάτησε ο Άλης˙ το ίδιο) Μισθ. -Μακρ.