αληθιώνας
(επίθ.)
αληγιώνας
[aliˈʝonas]
Αξ.
αληώνας
[aliˈonas]
Αξ.
αληχιώνας
[aliˈçonas]
Μισθ.
Από το ουσ. αλήθεια, όπου και τύπ. αλήγεια, αλήχεια, αλήα, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Αληθινός
ό.π.τ.
:
Αληώνας ιστορία 'ναι;
(Είναι αληθινή ιστορία;)
-ΙΛΝΕ 1555
Αληχιώνας δουλειά
(Αληθινή δουλειά, έργο που έγινε ικανοποιητικά)
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
αληθιώτικος, κατινός