ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άλλνα (αντων.) άλλ'να [ˈalna] Μισθ., Ουλαγ. άλλ'ν' [ˈaln] Ουλαγ. άλ-λα [ˈalla] Αξ., Φλογ. Από την φρ. άλλο ένα με αποβολή των ενδιάμεσων φωνηέντων και αφομ. Για την σύνταξη βλ. Αναστασιάδης (1976: 164). Πβ. και ΙΛΝΕ λ. ἀλλοκανένας.
Άλλο ένα, έτερο ό.π.τ. : Ήταν άλλ'να κανείς (Ήταν άλλος ένας άνθρωπος) Ουλαγ. -Κεσ. Σόγκνα ήρτε κι άλλ'να ντεβρίσ̑' (Μετά ήρθε κι άλλος ένας δερβίσης) Ουλαγ. -Dawk. Έχω άλλ'να λόγος (Έχω άλλον έναν λόγο) Μισθ. -Dawk. Να μι ντώκεις άλλ'να σεβέρ' (Να με χτυπήσεις άλλη μιά φορά) Μισθ. -Κοιμίσ. Αζ γιομώσω το σανdι̂́χ' άλ-λα σεφέρ' λίρες (Ας γεμίσω το σεντούκι με λίρες για άλλη μία φορά) Αξ. -Dawk. Ήρτε κι άλλ-ν' άλογο· κι εdεκείνο μπίνσεν ντο, οβντούρσεν ντο (Ήρθε κι άλλο ένα άλογο. Το καβαλίκεψε κι εκείνο· το έκανε να τριποδίσει ) Ουλαγ. -Dawk.