ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουβετλούς (επίθ.) κουβατλούς [kuvatˈlus] Φάρασ. γουβετ͑λούς [ɣuvetʰˈlus] Σίλ., Φάρασ. κουβετλού [kuvetˈlu] Φλογ. γουβετλού [ɣuvetˈlu] Σίλ. γουβετλΰ [ɣuvetˈly] Αραβαν. γοβατλού [ɣovatˈlu] Μισθ. Θηλ. γουβετ͑λούσα [ɣuvetʰˈlusa] Φάρασ. Πληθ. γουβατλούδια [ɣuvatˈluðʝa] Τελμ. γουβετλούδα [ɣuvetˈluða] Φάρασ. γουβετλούγια [ɣuvetˈluʝa] Τροχ. Από το τουρκ. επίθ. kuvvetli = ισχυρός.
1. Δυνατός ό.π.τ. : Να έν' γουβετλούδα τα βροσ̑όνα σου! (Να είναι δυνατά τα χέρια σου· ευχή ευζωίας) Φάρασ. -Ιορδαν. Γουργουρού πόνους γουβετλούς ε (O πόνος του λαιμού μου είναι δυνατός) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Όποιο ταράφ' ερούτονε κουβετλού και κύριωνε το ένα με τ' άλλο (Όποια ομάδα αναδεικνυόταν πιο δυνατή, νικούσε την άλλη) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Κρασ̑ού τ’ οξίρ’ γουβετλΰ νίσ̑κεται (Το ξίδι (που γίνεται από κρασί) γίνεται δυνατό˙ γι’ αυτούς που αλλάζουν πεποιθήσεις και γίνονται φανατικότεροι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. γαΐμ :1, δυνατός, κεσκίνι :1
2. Εύφορος Φάρασ. : Ένι κουβατλούς το χώμα (Είναι εύφορο το χώμα) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β
3. Ως ουσ., ορμή, φόρα Σίλ., Τροχ. : Μι του γουβετλού (Με φόρα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Tα γουβετλούγια μας γέτ'σαν (Οι δυνάμεις μας εξαντλήθηκαν, η ορμή μας ανακόπηκε) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 βλ. δυνατός