κουβετλούς
(επίθ.)
κουβατλούς
[kuvatˈlus]
Φάρασ.
γουβετ͑λούς
[ɣuvetʰˈlus]
Σίλ., Φάρασ.
κουβετλού
[kuvetˈlu]
Φλογ.
γουβετλού
[ɣuvetˈlu]
Σίλ.
γουβετλΰ
[ɣuvetˈly]
Αραβαν.
γοβατλού
[ɣovatˈlu]
Μισθ.
Θηλ.
γουβετ͑λούσα
[ɣuvetʰˈlusa]
Φάρασ.
Πληθ.
γουβατλούδια
[ɣuvatˈluðʝa]
Τελμ.
γουβετλούδα
[ɣuvetˈluða]
Φάρασ.
γουβετλούγια
[ɣuvetˈluʝa]
Τροχ.
Από το τουρκ. επίθ. kuvvetli = ισχυρός.
1. Δυνατός
ό.π.τ.
:
Να έν' γουβετλούδα τα βροσ̑όνα σου!
(Να είναι δυνατά τα χέρια σου· ευχή ευζωίας)
Φάρασ.
-Ιορδαν.
Γουργουρού πόνους γουβετλούς ε
(O πόνος του λαιμού μου είναι δυνατός)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Όποιο ταράφ' ερούτονε κουβετλού και κύριωνε το ένα με τ' άλλο
(Όποια ομάδα αναδεικνυόταν πιο δυνατή, νικούσε την άλλη)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Κρασ̑ού τ’ οξίρ’ γουβετλΰ νίσ̑κεται
(Το ξίδι (που γίνεται από κρασί) γίνεται δυνατό˙ γι’ αυτούς που αλλάζουν πεποιθήσεις και γίνονται φανατικότεροι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
γαΐμ :1, δυνατός, κεσκίνι :1
2. Εύφορος
Φάρασ.
:
Ένι κουβατλούς το χώμα
(Είναι εύφορο το χώμα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
3. Ως ουσ., ορμή, φόρα
Σίλ., Τροχ.
:
Μι του γουβετλού
(Με φόρα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Tα γουβετλούγια μας γέτ'σαν
(Οι δυνάμεις μας εξαντλήθηκαν, η ορμή μας ανακόπηκε)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
βλ.
δυνατός