ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουβλέκι (ουσ. ουδ.) κουβλέκι [kuˈvleci] Φκόσ. γκουβλέτσ' [guˈvlets] Μισθ. γϋβλέτσ' [ʝyˈvlets] Μισθ. γουβλέτσ' [ɣuˈvlets] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. külek (<αρμεν. kovlak), όπου και διαλεκτ. τύπ. küvleκ και güvlek = ξύλινος κάδος.
Μονάδα βάρους ισοδύναμη με μιάμιση οκά (600 δράμια) ό.π.τ.