ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουβντί (ουσ. ουδ.) κουβντί [kuvˈdi] Σινασσ. κουβδί [kuvˈði] Σινασσ. Πιθ. από το παλαιότ. και διαλεκτ. τουρκ. ουσ. göbüt = α) κακός, άσχημος β) σκληρός γ) βρόμικος (< παλ. αρμεν. kopit (կոպիտ)= σκληρός, βλ. Tietze 2016, λ. göbüt/köbüt). Η λ. και Πόντ. με τον τύπ. κουβτί = ψωμάκι.
Μικρά σκληρά περιττώματα παιδιού ή ζώου
Τροποποιήθηκε: 06/06/2025