κουβντί
(ουσ. ουδ.)
κουβντί
[kuvˈdi]
Σινασσ.
κουβδί
[kuvˈði]
Σινασσ.
Πιθ. από το παλαιότ. και διαλεκτ. τουρκ. ουσ. göbüt = α) κακός, άσχημος, β) σκληρός γ) βρόμικος (< παλ. αρμεν. kopit (կոպիտ)= σκληρός, βλ. Tietze 2016, λ. göbüt/köbüt). Η λ. και Πόντ. με τον τύπ. κουβτί = ψωμάκι.
Μικρά σκληρά περιττώματα παιδιού ή ζώου