κουγιάς
(ουσ. αρσ.)
κουγιάς
[kuˈʝas]
Μαλακ., Φάρασ.
κουγές
[kuˈʝes]
Φλογ.
κούγια
[ˈkuʝa]
Ανακ.
γκϋβέ
[gyˈve]
Σεμέντρ.
Θηλ.
κουα̈́
[kuˈæ]
Αφσάρ.
Από το τουρκ ουσ. güve (< παλαιοτ. küye/güye) = σκόρος, όπου και διαλεκτ. τύπ. güye και güğe. Η λ. με τον τύπ. κούγια Ιων., Ροδ. (βλ. και Κορ. Άτ. 4.69).
1. Σκόρος
ό.π.τ.
:
Τα κουβάρε έφαν ντ' ο κουγιάς
(Τα κουβάρια τα έφαγε ο σκόρος)
Φάρασ.
-Ανδρ.
'φκώνουν ντα έξω, φουσκώνουν ντα όνdε βρέσ̑ει, μην τα φά’ ο κουγιάς
(Τα απλώνουν έξω, ενν. τα ρούχα, τα μουσκεύουν όταν βρέχει, για να μην τα φάει ο σκόρος)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Συνών.
κούστις