κουγιουμτζής
(ουσ. αρσ.)
κουγιουμτζ̑ής
[quʝum'dʒis]
Σίλ., Φάρασ.
γουγιουμτσ̑ής
[ɣuʝumˈtʃis]
Σίλ., Φάρασ., Φκόσ.
Νεότ. ουσ. κουγιουμτζής (Mackridge 2021: 204), το οπ. από το τουρκ. ουσ. kuyumcu = χρυσοχόος.
Xρυσοχόος
ό.π.τ.
:
Τ’ ένα ήτουνε κουγιουμτζ̑ής, τζ̑αι τ’ ένα τερζής τζ̑αι τ’ ένα καό Θεού νομάτ’
(Ο ένας ήταν χρυσοχόος, ο ένας ράφτης και ο ένας καλός άνθρωπος του Θεού, ιερέας)
Φάρασ.
-Dawk.
Κουγιουμτζ̑ής ποίκιν τζ̑η μιά ζ’γάζ βέργες πολ̑ύ χοσ̑άσσις
(Ο χρυσοχόος της έφτιαξε ένα ζευγάρι σκουλαρίκια πολύ ωραία)
Σίλ.
-Dawk.