κουγιού
(ουσ. ουδ.)
κουγιού
[kuˈʝu]
Ουλαγ., Ποτάμ., Τελμ., Τσουχούρ., Φλογ.
qουγιού
[quˈʝu]
Φλογ.
γκουγιού
[guˈʝu]
Ουλαγ.
qουγί
[quˈʝi]
Σίλατ., Τελμ.
κουγιούς
[kuˈʝus]
Τελμ.
γουγιούς
[ɣuˈʝus]
Αραβαν.
γιουγιού
[ʝuˈʝu]
Δίλ., Φκόσ.
κουγί
[kuˈʝi]
Αφσάρ., Σίλατ., Φάρασ.
γουγί
[ɣuˈʝi]
Φάρασ.
γουίν
[ɣuˈin]
Φάρασ.
γουί
[ɣuˈi]
Φάρασ.
Πληθ.
κουγιά
[kuˈʝa]
Ποτάμ.
κουγιούδια
[kuˈʝuðʝa]
Σίλατ., Φλογ.
κουγίδια
[kuˈʝiðʝa]
Τελμ.
γουγία
[ɣuˈʝia]
Σατ.
Από το τουρκ. ουσ. kuyu = α) πηγάδι β) λάκκος, όπου και διαλεκτ. τύπ. guyu (THADS, λ. guyu I).
1. Πηγάδι
ό.π.τ.
:
Καdέβα ντο κουγιού μέσα, γκαι φες λερό, και να πιούμ'
(Κατέβα μέσα στο πηγάδι, και φέρε νερό να πιούμε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Kατεβάσω σένα σο κουγί, τσ̑αι πάλι 'α σε βγκάλω
(Θα σε κατεβάσω στο πηγάδι, και πάλι θα σε βγάλω)
Φάρασ.
-Dawk.
qουγιουδιού το ετράφ' ούλλο καλά καλά φουρκαλεί το
(Το γύρω-γύρω, το στόμιο του πηγαδιού το σκουπίζει όλο καλά καλά)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Παίνισ̑καν σο qουγιού να βγάλλ’νε νερό
(Πήγαιναν στο πηγάδι να βγάζουν νερό)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Σέμεν σ’ ένα μυλιού qουγιού
(Μπήκε σ' ένα πηγάδι μύλου)
Φλογ.
-Dawk.
Ήρτε 'ς ε γουί ιράστα, για ήτουν πολύ φαθικό
(Ο δρόμος του τον έφερε σ' ένα πηγάδι, αλλά ήταν πολύ βαθύ)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Παίνισ̑καν σα κουγιούδια μι τ’ασκούματα, βγάλλισ̑καν νερό
(Πήγαιναν στα πηγάδια με τους κουβάδες, έβγαζαν νερό)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Έχισ̑καμ ένα μάνα, με το κόσ̑κινο άσ' 'ο qουγιού κουβάλ’νεν νερό
(Είχαμε μιά μάνα, με το κόσκινο κουβάλαγε νερό από το πηγάδι)
Φλογ.
-Dawk.
Συνών.
πηγάδι, χαβούζι, πλεφρό
2. Λάκκος
Τελμ., Φάρασ.
:
Πήγεν ντο σο μεϊdέν γερί, και qάσεν ένα qουγιούς, και τσ̑η ναίκα τ' άσ’ σα μέσα κάτω πίχωσέν ντο σο χώμα μέσα
(Πήγε στην μέση της αγοράς, και έσκαψε ένα λάκκο, και έχωσε την γυναίκα του μέσα στο χώμα μέχρι τη μέση)
Τελμ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Ονσέτινα ’α ’νοίξεις γου’ί, ’α ’νοίξουν τσ̑αι το σον
(Σε όποιον θ’ ανοίξεις λάκκο, θ’ ανοίξουν και τον δικό σου˙ θα υποστείς το κακό που σχεδιάζεις για τον άλλον)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.